εαυτός

εαυτός
ο
αυτοπαθής αντων. (πάντοτε στο αρσ. γένος και μαζί με έναν τύπο της γεν. της προσ. αντων.: μου - σου - του - της - μας - σας - τους), εγώ ο ίδιος, το άτομό μου (σου - του - της - μας κτλ., δηλ. εγώ, εσύ, αυτός, εμείς, εσείς, αυτοί): Είναι εγωιστής· αγαπάει πολύ τον εαυτό του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εαυτός — ο (Μ ἑαυτός) 1. με άρθρο και την προσωπική αντωνυμία πάντα στο αρσενικό γένος ανεξάρτητα από το φύλο τού προσώπου που μιλάει («ο εαυτός μου» εγώ ο ίδιος, εγώ η ίδια) 2. φρ. α) «έρχομαι στον εαυτό μου», «συνέρχομαι αφ ἑαυτοῡ» από μόνος μου,… …   Dictionary of Greek

  • εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • Junior Eurovision Song Contest 2004 — Final date 20 November 2004 Presenter(s) Stian Barsnes Simonsen Nadia Hasnaoui Host broadcaster …   Wikipedia

  • SIGNUM — I. SIGNUM in re Agrimensoria, a meta diversum. Hyginus, Conspiciamus signum, quod est inter B. et A prolatô exiguum per rigores ferramentô, normaliter paucas dictabimus metas. Frontinus in Fragmentis, Dictabimus metas non minus tres etc. Duo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική …   Dictionary of Greek

  • αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει …   Dictionary of Greek

  • αυτοκρατία — η 1. απόλυτη και δεσποτική εξουσία 2. (φιλοσ.) γνωσιοθεωρητική άποψη κατά την οποία υπάρχει μόνο το εγώ, ο εαυτός μας, που περιλαμβάνει όλον τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κρατία < κράτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889… …   Dictionary of Greek

  • εαυτούλης — ο κοροϊδευτικά ο εαυτός, για να εκφράσει στενή εγωιστική αντίληψη …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • περιευτίζομαι — Α περιαυτίζομαι*. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περιαυτίζομαι, πιθ. κατ επίδραση τού ἑαυτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”